- κίρσιο
- (Cirsium). Γένος διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των εύκρατων χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φυτά αυτά είναι ζιζάνια, τα περισσότερα με αγκαθωτά ή λοβωτά φύλλα. Τα άνθη τους είναι ερμαφρόδιτα, μοβ ή κίτρινα, σπανιότερα λευκά, σωληνοειδή, οργανωμένα σε κεφάλια. Ο καρπός τους είναι αχαίνιο. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 22 είδη, γνωστά με τη γενική ονομασία αγκάθια. Τα γνωστότερα από αυτά είναι η άκορνα (ασπράγκαθο), η οποία φυτρώνει σε άγονες περιοχές όλης της χώρας, το κ. το αστρωτό, το οποίο φυτρώνει σε ορεινούς βράχους, και το κ. το έρπονκ. του Καναδά, πολυετές ζιζάνιο που εξοντώνεται δύσκολα. Το ζιζάνιο αυτό έχει πολλές ποικιλίες και το ύψος του φτάνει το 1 μ. Φυτρώνει κυρίως σε πλούσια και υγρά εδάφη. Ένα άλλο είδος, το κ. το κρητικό (γομαράγκαθο), φύεται στα λιβάδια όλης της χώρας.
Τα κ. εμποδίζουν την ανάπτυξη των καλλιεργειών, ελαττώνοντας έτσι τη συγκομιδή και μειώνοντας την ποιότητα. Για την καταπολέμησή τους απαιτείται εναλλαγή των καλλιεργειών, όργωμα νωρίς το φθινόπωρο με προκαταρκτική λίπανση, χρησιμοποίηση ζιζανιοκτόνων και καταστροφή του ζιζανίου κατά μήκος των δρόμων και στα όρια των αγρών.
Ανθισμένα κλαδιά του κίρσιου του κοινού.
Dictionary of Greek. 2013.